συντηρούμαι

συντηρούμαι
συντηρούμαι, συντηρήθηκα, συντηρημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») …   Dictionary of Greek

  • ζωοτροφώ — (I) (Μ ζωοτροφῶ, έω) [ζωοτρόφος (Ι)] εφοδιάζω κάποιον με τρόφιμα, παρέχω ζωοτροφίες μσν. μέσ. ζωοτροφούμαι, έομαι τρέφομαι, συντηρούμαι. (II) (AM ζωοτροφῶ, έω) [ζωοτρόφος (ΙΙ)] τρέφω ζώα, συντηρώ ζώα, επιδίδομαι στη ζωοπαραγωγή αρχ. 1. τρέφω ή… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοσυντήρητος — η, ο αυτός που συντηρείται με δικούς του πόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + συντήρητος (< συντηρούμαι), πρβλ. αυτο συντήρητος, μισθο συντήρητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • ζω — έζησα 1. βρίσκομαι στη ζωή: Ζούσε ο παππούς μου, όταν γεννήθηκα εγώ. 2. έχω την ικανότητα να διατηρηθώ στη ζωή: Στη στεριά δε ζει το ψάρι. – Τα λιοντάρια ζουν στις θερμές χώρες. 3. συντηρώ κάποιον ή συντηρούμαι: Δεν μπορεί να ζήσει τα παιδιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”